- ευκολοκίνητος
- -η, -ο1. αυτός που μπορεί να κινηθεί εύκολα, ευκίνητος2. αυτός που μπορεί κάποιος να τόν μετακινήσει εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek